οιμωκτός

οιμωκτός
οἰμωκτός, -ή, -όν (Α) [οιμώζω]
άξιος οίκτου, αξιολύπητος, αξιοθρήνητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οἰμωκτόν — οἰμωκτός pitiable masc acc sg οἰμωκτός pitiable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοίμωκτος — ἀνοίμωκτος, ον (Α) [οιμωκτός] αθρήνητος, άκλαυτος …   Dictionary of Greek

  • οιμωκτί — οἰμωκτί (Α) επίρρ. (κατά τον Ζωναρά) «μετά θρήνου», με κλαυθμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰμωκτός + επιρρμ. κατάλ. ι (πρβλ. ατιμωρητ ί)] …   Dictionary of Greek

  • οιμωκτικός — οἰμωκτικός, ή, όν (Α) [οιμωκτός] αυτός που έχει τάση για θρήνο, θρηνώδης …   Dictionary of Greek

  • οιμωξία — οἰμωξία και, κατά δ. γρφ., οἰμωκτία, ἡ (Α) [οιμωκτός] οιμωγή, θρήνος …   Dictionary of Greek

  • οἰμωκτῶι — οἰμωκτῷ , οἰμωκτός pitiable masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”